στεατοκήλη

στεατοκήλη
η, ΝΑ
νεοελλ.
στεάτωμα*
αρχ.
λιπώδης ή σμηγματώδης κήλη τού οσχέου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέαρ, -ατος + κήλη (πρβλ. βρογχο-κήλη)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • στεατοκήλη — sebaceous formation in the scrotum fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • στεατοκήλας — στεατοκήλᾱς , στεατοκήλη sebaceous formation in the scrotum fem acc pl στεατοκήλᾱς , στεατοκήλη sebaceous formation in the scrotum fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κήλη — Ιατρικός όρος που χαρακτηρίζει την έξοδο ενός οργάνου ή τμήματός του από την κοιλότητα στην οποία φυσιολογικά περιέχεται, εξακολουθώντας όμως να καλύπτεται από τους ιστούς που φυσιολογικά το περιβάλλουν. Οι κ. που απαντώνται συχνότερα είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”